λίτρο

λίτρο
το
(λ. ιταλ.), μονάδα όγκου και βάρους ίση με χίλια κυβικά εκατοστά: Κάθε μέρα πίνω δυο λίτρα νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… …   Dictionary of Greek

  • αλκοτέστ — (alcotest, νεολογισμός από σύνθεση των λέξεων alcohol + test). Διαδικασία ελέγχου της ποσότητας αλκοόλ (οινοπνεύματος) που υπάρχει στο αίμα, σε μια δεδομένη στιγμή. Γίνεται με ειδική συσκευή ανίχνευσης και εφαρμόζεται κυρίως σε οδηγούς τροχοφόρων …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει σίδηρο ή μια από τις ενώσεις τού σιδήρου 2. φρ. α) «σιδηρούχες πηγές» γεωλ. κατηγορία ιαματικών πηγών τών οποίων το νερό περιέχει περισσότερα από 10 μικρογραμμάρια σίδηρο ανά λίτρο υπό μορφή διαλυμένων… …   Dictionary of Greek

  • Νεκρά Θάλασσα — (αραβ. Al – Bahr, εβρ. Yam ha – Melah). Λιμναία λεκάνη (1.020 τ. χλμ.) της Παλαιστίνης, στο βαθύπεδο του Ελ Γορ. Ανήκει στην Ιορδανία, εκτός από το νοτιοδυτικό τμήμα που ανήκει στο Ισραήλ. Bρίσκεται περίπου 395 μ. κάτω από την επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”